Εξαιρετικά ασυνήθιστη η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Παρατεταμένη βουτιά στη ζήτηση και αξιωματούχοι χωρίς λύσεις. Τα προβλήματα σε ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες και η ανάγκη για πιο δραστικά μέτρα όπως η αναδιάρθρωση χρεών.
Ας υποθέσουμε ότι σας έλεγε κάποιος πριν δύο δεκαετίες ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή που το υψηλότερο βραχυπρόθεσμο επιτόκιο ανάμεσα στις τέσσερις σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες χωρών υψηλού εισοδήματος θα ήταν μόλις 0,5%. Ας υποθέσουμε επίσης, ότι σας έλεγε πως το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα ήταν 0,05% μετά από μία σύντομη και ανεπιτυχή προσπάθεια να αυξηθεί από το 1% στο 1,5% το 2011.
Ας υποθέσουμε τέλος, ότι σας έλεγε κάποιος πως στα τέλη του 2014, τα επιτόκια θα ήταν σε τόσο χαμηλά (αν όχι χαμηλότερα) ήδη επί μία πενταετία και στην Ιαπωνία επί δύο δεκαετίες. Τι θα περιμένατε ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών; Αδιαμφισβήτητα θα απαντούσατε υψηλό πληθωρισμό, αν όχι υπερπληθωρισμό. Πράγματι, θα αναρωτιόσασταν γιατί οι αξιωματούχοι τρελάθηκαν.
Ας υποθέσουμε ότι στη συνέχεια μαθαίνατε πως η απόδοση των 10ετών κυβερνητικών ομολόγων ήταν μόλις 2,6% στις ΗΠΑ, 2,4% στη Βρετανία, 1% στη Γερμανία και 0,6% στην Ιαπωνία. Τότε μάλλον θα ξεχνούσατε τον πληθωρισμό και θα καταλήγατε αντιθέτως στο συμπέρασμα πως οι οικονομίες αυτές είχαν μπει σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Εάν σας έλεγαν επίσης ότι οι κεντρικές τράπεζες είχαν εφαρμόσει τεράστια επέκταση των ισολογισμών τους, τότε θα πιστεύατε ακόμη περισσότερο αυτό το σενάριο. Γιατί άλλωστε, να έκαναν οι αξιωματούχοι κάτι τόσο ανορθόδοξο;
Μέχρις ενός σημείου θα είχατε δίκιο. Στις ΗΠΑ, την Βρετανία και την ευρωζώνη, η παραγωγή υποχώρησε σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από ότι θα περίμενε κανείς πριν 8 χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για την Ιαπωνία, αν και η εν λόγω τάση έληξε πριν από περίπου 25 χρόνια.
Παρόλα αυτά και εν αντιθέσει με ό,τι μπορεί κι εμείς να περιμέναμε, δεν παρατηρούμε επιτάχυνση του αποπληθωρισμού. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ετήσιο πληθωρισμό στο 1,7% για τις ΗΠΑ, 1,5% στην Βρετανία και 0,3% στην ευρωζώνη. Κανένα από αυτά τα μεγέθη – ακόμη και το τελευταίο της ευρωζώνης – δεν απέχει τόσο πολύ από τον στόχο.
Εάν κοιτάξουμε με αυτό το πρίσμα τις οικονομίες υψηλού εισοδήματος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πραγματικά βρίσκονται σε μία εξαιρετικά ασυνήθιστη κατάσταση. Ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψει κανείς είναι με τον όρο «ελεγχόμενη ύφεση»: η επιθετική νομισματική πολιτική ήταν επαρκής για να ανακοπεί η επιτάχυνση του αποπληθωρισμού, αλλά δεν ήταν επαρκής για να πυροδοτήσει ισχυρή ανάπτυξη.
Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για την ευρωζώνη, όπου η πραγματική εγχώρια ζήτηση στο δεύτερο τρίμηνο του έτους ήταν κατά 5% χαμηλότερη από το πρώτο τρίμηνο του 2008. Στις ΗΠΑ αντιθέτως, η πραγματική ζήτηση ήταν κατά 6% υψηλότερη. Στις ΗΠΑ μπορεί να καταγράφεται μία εξαιρετικά αδύναμη ανάκαμψη, αλλά η απόδοση της ευρωζώνης είναι σχεδόν απαίσια.
Πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι άφησε να εννοηθεί ότι χρειάζεται αλλαγή πολιτικής στην ευρωζώνη και αυτό είναι αλήθεια. Κι' όμως οι δυνάμεις της ευρωζώνης -και κυρίως η γερμανική κυβέρνηση- δεν σκοπεύουν να κάνουν κάτι γι' αυτό.
Τι συμπέρασμα να βγάλουμε από αυτή τη δύσκολη κατάσταση;
Η απάντηση είναι πως αντικατοπτρίζει μία παρατεταμένη βουτιά στη συνολική ζήτηση για την οποία οι αξιωματούχοι δεν έχουν καταφέρει να βρουν μία επαρκή απάντηση. Ο Λόρενς Σάμερς, ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, χρησιμοποίησε μάλιστα τον όρο «χρόνιας στασιμότητας», που ακούστηκε πρώτη φορά τη δεκαετία του 1930.
Στο βιβλίο μου «The Shifts and the Shocks», υποστηρίζω ότι η τάση προ της κρίσης – μεγάλες παγκόσμιες ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, η ενίσχυση της ανισότητας και η αδύναμη ροπή προς επενδύσεις – είχε ήδη δημιουργήσει μία αδύναμη βάση για τη ζήτηση στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Η de facto αντίδραση των αξιωματούχων ήταν η ανοχή – αν όχι η προώθηση – των πιστωτικών εξάρσεων. Όταν αυτές οι πιστωτικές φούσκες κατέρρευσαν, απαιτήθηκε έκτακτη χαλάρωση της πολιτικής αφενός για να αντικατασταθεί η κινητήριος δύναμη της ζήτησης από τις πιστωτικές φούσκες αφετέρου για να αντισταθμιστεί το βάρος που δημιουργείται στη ζήτηση από τη συσσώρευση χρέους, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα: πάρα πολλοί άνθρωποι δανείστηκαν πάρα πολύ μεγάλα ποσά.
Μπορούμε να δούμε, τουλάχιστον, ορισμένους λόγους αισιοδοξίας για τις ΗΠΑ και την Βρετανία. Μπορούμε να φανταστούμε την αρχή της επιστροφής σε πιο κανονική πολιτική, αν και η εμπιστοσύνη στην ικανότητα αυτών των οικονομιών να εξομαλυνθούν δεν μπορεί να είναι ισχυρή. Ενδεχομένως μάλιστα να απαιτούνται πιο δραστικές εναλλακτικές, όπως υιοθέτηση υψηλότερων στόχων για τον πληθωρισμό ή αναδιάρθρωση χρεών.
Στην ευρωζώνη και την Ιαπωνία ωστόσο, η κατάσταση είναι πιο αβέβαιη. Στην ευρωζώνη, χρειάζεται μεγαλύτερη δράση για να επιτευχθεί μία πιο επιτυχής και ευρεία ανάκαμψη. Στην Ιαπωνία, δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι επιτυγχάνεται ο στόχος για πληθωρισμό στο 2%.
Οι προκλήσεις αυξάνονται καθώς οι οικονομίες υψηλού εισοδήματος δεν έχουν ακόμη ανακάμψει σε υγιή επίπεδα, ενώ παράλληλα, οι αναδυόμενες οικονομίες επιβραδύνονται. Αυτές οι οικονομίες όμως, προσέφεραν το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής πριν και μετά την χρηματοοικονομική κρίση που χτύπησε τις χώρες υψηλού εισοδήματος.
Σε ένα αξιοσημείωτο post, η Sweta Saxena του ΔΝΤ σημειώνει ότι η ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών επιβραδύνεται από 7% ετησίως πριν την κρίση σε 5% την περίοδο 2014 – 2018. Αυτή η εξέλιξη δεν αποδίδεται μόνο στην επιβράδυνση της Κίνας και της Ινδίας. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι πλέον «χαμηλότερος από το μέσο όρο προ κρίσης σε… 70% των αναδυόμενων οικονομιών».
Αυτή η επιβράδυνση των αναδυόμενων οικονομιών οφείλεται στην αποτυχία για εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων και στην εξάντληση των πολιτικών μεθόδων ώθησης της ζήτησης μετά την κρίση. Η επιβράδυνση συνεπάγεται χαμηλότερη ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου και χαμηλότερες τιμές εμπορευμάτων και είναι πιθανό να αποκαλύψει απρόβλεπτες ζημίες στον χρηματοοικονομικό κλάδο.
Καθώς η ανάπτυξη στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος περιορίζεται από την ανεπαρκή εγχώρια ζήτηση, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επιπτώσεων. Όπως αναφέρει και έκθεση του ΔΝΤ, το κανάλι ξεκινά από τις επιβραδυνόμενες αναδυόμενες οικονομίες προς τις οικονομίες υψηλού εισοδήματος – ειδικότερα εκείνες με μεγάλες εξαγωγές – και πίσω πάλι.
Ο εφησυχασμός θα ήταν ανόητος. Η πιθανότητα για νέες απογοητεύσεις είναι πάρα πολύ μεγάλη για κάτι τέτοιο.
euro2day.gr