Οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι αρκετά ασφαλείς ώστε να έχουν έναν ομαλό βίο, αλλά εντελώς… ντεφορμέ για να συνεισφέρουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Χρειάζεται ριζική αναδιοργάνωση των επιχειρηματικών τους μοντέλων.
Έξι χρόνια μετά την κρίση, οι τράπεζες της ευρωζώνης δεν έχουν ακόμη την «αθλητική φόρμα» που θα υποστηρίξει την οικονομική ανάκαμψη, συμπεραίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ζητώντας ριζική αναδιοργάνωση του επιχειρηματικού μοντέλου των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Στην εξαμηνιαία έκθεση για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το Global Financial Stability Report, ο διεθνής οργανισμός αναφέρει ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης χρειάζεται να αυξήσουν το κόστος κάποιων δανείων και ίσως χρειαστεί να επιβάλλουν πρόσθετη συρρίκνωση, για να μπορέσουν να υποστηρίξουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Η προειδοποίηση του ΔΝΤ για την «κακή φόρμα» των ευρω-τραπεζών εκδηλώνεται παράλληλα με τον φόβο ότι τα χαμηλά επιτόκια στην ευρωζώνη δεν επαρκούν για να υποστηρίξουν τις ριψοκίνδυνες κινήσεις που θα τονώσουν την οικονομία, αλλά παρόλα αυτά είναι πιθανό να ενθαρρύνουν την δημιουργία ευάλωτων χρηματοπιστωτικών καταστάσεων.
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο επικεφαλής του τμήματος δημοσιονομικής σταθερότητας του ΔΝΤ José Viñals, δήλωσε ότι,
μολονότι ο κόσμος χρειάζεται χαμηλά επιτόκια για να στηριχθεί η ανάπτυξη, το φθηνό κόστος δανεισμού κινδυνεύει να δημιουργήσει νέες πιστωτικές ανισορροπίες. Δεν υπάρχει «αρκετή ανάληψη κινδύνου στην οικονομία που θα τονώσει την ανάπτυξη, αλλά υπάρχει αυξημένος πλεονασμός στην χρηματοπιστωτική ανάληψη κινδύνου που δημιουργεί πιθανά προβλήματα στην σταθερότητα», είπε.
Ένας από τους λόγους για αυτή την διάγνωση είναι οι τράπεζες, ειδικά στην ευρωζώνη, που έχουν γίνει αρκετά ασφαλείς ώστε να διάγουν «μια ομαλή ζωή», όπως είπε, αλλά όχι αρκετά δυνατές ώστε να «κάνουν πρωταθλητισμό στην δυναμική στήριξη της ανάκαμψης.»
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το ένα τέταρτο των 300 τραπεζών στις προηγμένες οικονομίες τις οποίες μελέτησε, δεν διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά «μαξιλάρια» ή κερδοφορία ώστε να στηρίξουν πιστωτική ανάπτυξη της τάξης του 5% ετησίως.
Οι περισσότερες από αυτές τις τράπεζες βρίσκονται στην ευρωζώνη, όπου ο συντελεστής των τραπεζών που κρίνονται ανίκανες να υποστηρίξουν την ανάπτυξη είναι 46% (αφορά το 60% των ενεργητικών).
«Αυτές οι τράπεζες θα χρειαστούν πιο ριζική αναδιοργάνωση των επιχειρηματικών τους μοντέλων, που θα περιλαμβάνει αντικατάσταση υφιστάμενων επιχειρηματικών αγωγών, ανατοποθέτηση κεφαλαίων σε όλες τις δραστηριότητες, συγκεντρωτισμό ή συρρίκνωση,» δήλωσε ο κ. Viñals.
Πρόσθεσε ότι η ποιοτική επιθεώρηση και τα stress test που διεξάγει η ΕΚΤ, είναι μια καλή ευκαιρία να αντιμετωπιστούν αυτές οι θεμελιώδεις αδυναμίες, οι οποίες συγκρατούν τον δανεισμό στην περιφέρεια της ευρωζώνης.
Μολονότι το ΔΝΤ ανησυχεί για την απουσία εύκολης πρόσβασης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών στην πίστωση παρά τα χαμηλά επιτόκια, ανησυχεί εξίσου για τις παράπλευρες επιπτώσεις της πολύ χαλαρής νομισματικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα, την διόγκωση του χρηματοπιστωτικού ρίσκου καθώς οι επενδυτές αναζητούν αποδόσεις και προσελκύονται από όλο και πιο επικίνδυνες τοποθετήσεις για τα χρήματά τους.
Η έκθεση δείχνει ότι οι τιμές των επενδυτικών περιουσιακών στοιχείων κινούνται υψηλά και η μεταβλητότητα κινείται χαμηλά, σε όλο το φάσμα των χρηματοπιστωτικών εργαλείων, σε μια περίοδο που οι στατιστικές ανακοινώσεις για την παγκόσμια οικονομία είναι αιφνιδιαστικά απογοητευτικές.
Ο κ. Viñals σχολίασε ότι οι τάσεις δείχνουν πως οι επενδυτές παραμένουν εφησυχασμένοι για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Προειδοποίησε ότι πολλοί fund managers έχουν τοποθετεί σε παρόμοιες επενδύσεις και θα αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες να τραβήξουν τα κεφάλαιά τους, εάν κατευθυνθούν όλοι ταυτόχρονα προς την έξοδο.
Για να αντιμετωπιστεί ο διπλός πονοκέφαλος, ότι τα χαμηλά επιτόκια αφενός δεν ενθαρρύνουν την ανάληψη κινδύνου στην οικονομία αλλά αφετέρου δίνουν κίνητρα χρηματοπιστωτικής υπερβολής, το ΔΝΤ ζητεί από τους ρυθμιστές να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες έχουν αρκετά δυνατά κεφαλαιακά «αλεξίπτωτα» για να διαθέσουν αρκετή πίστωση ώστε να γίνει επανεκκίνηση στην δυναμική οικονομική ανάπτυξη.
Επιπλέον, το ΔΝΤ συστήνει να υπερδιπλασιαστούν οι προσπάθειες επόπτευσης και συγκράτησης της χρηματοπιστωτικής ανάληψης κινδύνου, για παράδειγμα επιβάλλοντας στα αμοιβαία κεφάλαια να καθρεφτίζουν στους όρους ανάληψης κεφαλαίων τους πραγματικούς κινδύνους της έλλειψης ρευστότητας.
Ο διεθνής οργανισμός επιχειρηματολογεί επίσης υπέρ της επιβολής «ορίων μακροπρόθεσμης σωφροσύνης» στους τύπους δανεισμού που μπορεί να δημιουργήσουν «φούσκες» καθώς και της μεγαλύτερης διαφάνειας για τα πραγματικά επίπεδα δανεισμού στον σκιώδη τραπεζικό τομέα.