Η Γερμανία οφείλει να θυμηθεί τον «χρυσό κανόνα» του δικού της οικονομικού ...θαύματος και να συνομολογήσει στη μετατροπή των κανόνων σταθερότητας, ώστε να ενθαρρυνθεί ο δανεισμός για δημόσιες επενδύσεις, γράφει ο Mario Monti.
Προ τριών ετών, το ευρώ κινδύνευσε να εκραγεί υπό την πίεση των αγορών. Μετά από μεγάλες εντάσεις, οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης συγκέντρωσαν όλοι μαζί τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την κρίση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεώρησε ότι τα μέτρα που έλαβαν ήταν αρκετά πειστικά ώστε να δικαιολογούν και τη δική της στήριξη.
Σήμερα, μολονότι οι αγορές είναι ήρεμες, ίσως είναι οι ίδιες οι κυβερνήσεις που υπονομεύουν το ευρώ. Ο Γάλλος πρόεδρος, η Γερμανίδα καγκελάριος και ο Ιταλός πρωθυπουργός έχουν αναπτύξει τη συνήθεια των αλληλοκατηγοριών.
Ακόμη και με τη δικαιολογία της διπλωματίας, αυτό αποκαλύπτει διαφορές στην πολιτική και, πιο βαθιά, στις εθνικές κουλτούρες. Πρέπει να γίνει υπεύθυνη διαχείριση αυτών των διαφορών, όχι εκμετάλλευσή τους στη μία και στην άλλη σύνοδο. Έτσι ευνοούνται μόνο οι λαϊκιστές. Αν η Ε.Ε. θέλει να παραμείνει αρμονική κοινότητα, δύο πράγματα πρέπει γίνουν: οι κανόνες να τηρηθούν και να έχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Θα πετύχουμε είτε και τα δύο είτε κανένα.
Η Γαλλία και η Ιταλία και η νότιος Ευρώπη γενικότερα δεν πρέπει
να κατηγορούν τη Γερμανία και τον Βορρά για νομικισμούς και τεχνοκρατισμό, απλώς και μόνο επειδή περιμένουν να τηρηθούν οι κανόνες. Η χαλάρωση των κανόνων τείνει να ευνοεί τα μεγάλα κράτη μέλη, εις βάρος των μικρότερων. Γι' αυτό και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δυσκολεύτηκαν τόσο να αποδεχτούν την παραβίαση των κανόνων δημοσιονομικής σταθερότητας από τη Γερμανία και τη Γαλλία το 2003.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία και ο Βορράς δεν μπορεί να αντιμετωπίζουν την επιμονή της Γαλλίας, της Ιταλίας και του Νότου στην ανάγκη να δοθεί χώρος για περισσότερη ανάπτυξη, ως ένδειξη ασωτίας. Είναι απαραίτητη περισσότερη ανάπτυξη σε όλη την Ε.Ε. και ειδικά στον Νότο, όχι μόνο για τις ίδιες τις χώρες αλλά και και για την επιβίωση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η ανακωχή είναι εφικτή. Δύο ζητήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν: Πρώτον, το σύμφωνο σταθερότητας, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν γίνεται σήμερα σεβαστό. Δεν μπορούμε να μιλάμε για συμμόρφωση όταν τα κράτη μέλη μπορούν με ευκολία να εξασφαλίσουν παρατάσεις στις προθεσμίες επίτευξης των στόχων. Η Γαλλία δεν ζήτησε καν την άδεια, απλώς ανακοίνωσε ότι δεν θα εναρμονιστεί. Η Ιταλία τόνισε ότι η Ε.Ε. δεν πρέπει ούτε να σκεφτεί να το εκλάβει ως παραβίαση.
Δεύτερον, μολονότι το απλουστευτικό σύμφωνο σταθερότητας μπορεί να ήταν η σωστή επιλογή στα πρώτα βήματα του ευρώ, η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να αντέξει να μένει κολλημένη σε ένα τόσο παλαιολιθικό εργαλείο. Όταν απέτυχε να αναγνωρίσει τον κατάλληλο ρόλο των δημοσίων επενδύσεων, υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να σταματήσουν να χτίζουν υποδομές, την ώρα που έπρεπε ακριβώς να κατασκευάζουν περισσότερες. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι η ελαστικότητα για απόκλιση από τους κανόνες, αλλά κανόνες που θα είναι οικονομικά και ηθικά πιο δυναμικοί.
Στην εποχή του Wirtschaftswunder, του «οικονομικού θαύματος», το γερμανικό σύνταγμα συνομολόγησε να επιτραπεί ο δημόσιος δανεισμός, μόνο για δημόσιες επενδύσεις. Οι Γερμανοί το αποκαλούσαν χρυσό κανόνα και αρχικά προσπάθησαν να το εντάξουν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σίγουρα λοιπόν δεν πρόκειται για δείγμα ανεύθυνης αρχής.
Η ιδέα μιας πιο ευνοϊκής αντιμετώπισης των κοινών επενδύσεων έχει κερδίσει έδαφος. Το 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα την εφαρμόσει, με αυστηρά όρια, με ενεργοποίηση του συμφώνου σταθερότητας. Το ΔΝΤ, ακόμη και η ΕΚΤ ζητούν από τις κυβερνήσεις να επεκτείνουν τις κρατικές επενδύσεις. Ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν Jean-Claude Juncker έχει ανακοινώσει μεγάλο επενδυτικό σχέδιο στην Ε.Ε.
Η νέα Κομισιόν όμως οφείλει να προχωρήσει πιο μακρυά. Θα πρέπει να ανακοινώσει την προώθηση μιας επενδυτικά πιο φιλικής εφαρμογής της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε εθνικό επίπεδο.
Η Κομισιόν θα ενεργοποιήσει τότε το υφιστάμενο σύμφωνο σταθερότητας, ενώ παράλληλα θα επιτρέψει τηνευνοϊκή μεταχείριση των δημοσίων επενδύσεων, εντός των ορίων που καθορίστηκαν το 2013. Θα πρέπει να ανακοινώσει μια πρόταση για την επικαιροποίηση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να καθρεφτίζει τον ρόλο της παραγωγικής δημόσιας επένδυσης. Τέλος, να ιδρύσει μια ομάδα που θα καθορίσει συμφωνημένους κανόνες για το ποιες κατηγορίες δημόσιων επενδύσεων πιστοποιούνται ως επενδύσεις, προσφέροντας διαφάνεια και αποτρέποντας τα παράθυρα του νέου καθεστώτος.
Η αρχή της πειθαρχίας προστατεύει τις μελλοντικές γενιές από τις καταχρήσεις των εκάστοτε πολιτικών. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι μια χώρα χρειάζεται περισσότερη και καλύτερη υποδομή και η κυβέρνησή της μπορεί να δανειστεί με επιτόκιο χαμηλότερο από 1% για να χρηματοδοτήσει υποδομές, οι οποίες θα προσφέρουν πολύ υψηλότερα ποσοστά απόδοσης. Όταν μια χώρα αποφασίζει να παραβλέψει μια τέτοια επένδυση, δεν δρα εναντίον των μελλοντικών γενεών;
Η Γερμανία είναι μια τέτοια χώρα. Πρέπει να ενθαρρυνθεί να δράσει συμφώνως με τις αρχές της - και να εγγράψει αυτές τις αρχές στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
* Ο αρθρογράφος είναι πρόεδρος του Bocconi University και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας.